- φοινίκιος
- (I)-ία, -ον, Α1. πορφυρός («πτεροῑς φοινικίοις», Πολ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκιοντο πορφυρό χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα». Το επίθ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. τού θηλ. ponikija «βαφή κόκκινου χρώματος»].————————(II)-ία, -ον, Ααυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη, φοινικικός (Ι) («τὰ γράμματα Φοινίκια κληθῆναι», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος. Η λ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή, στον τ. τού ουδ. ponikijo, ως ονομασία ενός μπαχαρικού, το οποίο μπορεί να σημαίνει είτε «μπαχαρικό από τη Φοινίκη» είτε «μπαχαρικό κόκκινου χρώματος», οπότε θα πρέπει να συνδεθεί με το φοῖνιξ «πορφυρός, κόκκινος»].————————(III)-ία, -ον, Α [φοῑνιξ (III), -οίνικος]αυτός που προέρχεται από το δένδρο φοίνικας (Ι) ή αυτός που παρασκευάζεται με καρπούς τού παραπάνω δένδρου, φοινικικός (III).
Dictionary of Greek. 2013.